Γλυπτική
Δημόσιο Έργο
Επι της Λεωφόρου Κηφισίας στο ύψος του Κολλεγίου Αθηνών Παλαιό Ψυχικό
Sky Hunters
Ενός λεπτού σιωπή, στη Λεωφόρο Κηφισίας
If to the Infinite you want to stride Just walk to the Finite to every side.
Goethe
Στο κλασικό έργο του «Η Αίσθηση της Τάξης». ο Ε. Η. Gombrich έγραφε το 1979: «θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση, μεταξύ της ευκολίας στην κατασκευή και της ευκολίας στην αντίληψη, μια σχέση που ευθύνεται τόσο για τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό των μοτίβων, όσο και για την ευχαρίστηση που μπορούμε να αντλήσουμε από πιο σύνθετες κατασκευές, από απεικονίσεις που δεν μοιάζουν βαρετά προφανείς, αλλά τις οποίες συνεχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε σαν την εφαρμογή υποκείμενων νόμων. Αλλά γιατί θα έπρεπε αυτό να μας προξενεί ευχαρίστηση: Ποια θεωρία αντίληψης θα χρειαζόμασταν προκειμένου να καταστήσουμε τη συσχέτιση αυτή μεταξύ κατασκευής και αντίληψης
αναγνώσιμη;
… Είναι επίσης προφανές ότι η ρήση του Άμλετ «η ετοιμότητα είναι το παν», θα πρέπει να αποτελεί απόφθεγμα ζωής: ο άνθρωπος συχνά συγκρίθηκε με ένα ομοιοστατικό όργανο που πασχίζει για ισορροπία με το περιβάλλον του». 1
Είδα για πρώτη φορά την πρόθεση της γλυπτής εγκατάστασης «Κυνηγοί Ουρανών» της Εριέτας Βορδώνη σε μορφή αποσπασματική, στο χυτήριο Γαβαλά, στο Μαρούσι. Κομματιασμένους στύλους από λευκό μέταλλο, διακοπτόμενους από τις υπερμεγέθεις μπίλιες ενός αόρατου αριθμητάριου σε ουράνιο μπλε. Στιβαρές κορυφογραμμές εκτεινόμενες κάθετα, αποκωδικοποιώντας μια προϊστορία δενδρολατρείας. Προπλάσματα χελιδονιών σε χαρτόκουτα, σε αναμονή ελεύθερων πτήσεων προς Ανατολάς, θραύσματα μιας άλλης Τοιχογραφίας της Άνοιξης. Την απαλή, με σίγουρο χέρι πλασμένη παρειά μιας νεαρής κόρης, καθισμένης στην πεζούλα του μεσημεριού. Τους κυματιστούς θυσάνους ενός άγουρου ισορροπιστή, ενός αναποφάσιστου κυνηγού ουρανών σε τροχιά ελλειπτική γύρω από τον ίδιο του τον άξονα.
Φυλλομέτρησα στη συνέχεια τα προσχέδια, τα πρώτα εντελώς ελεύθερα, τα επόμενα υπό κλίμακα. Σημειωμένα ελάσματα λαμαρίνας, ρινίσματα αλουμινίου. Αλλεπάλληλα στρώματα ύλης καμωμένης από διαφάνειες, ελαφρά θροΐσματα χαρτιού, να γλιστρούν σε μεταλλικές επιφάνειες. Τα υπόλοιπα, φτιαγμένα από σύννεφα και νερό.
Αρκετές εβδομάδες μετά, με τις φράσεις του Gombrich στη σκέψη, με την ιδέα του ανθρώπου ως ομοιοστατικού οργάνου που πασχίζει για ισορροπία με το περιβάλλον του, κουβεντιάζω με τη Βορδώνη για το γλυπτό της και για το «ωραιότερο μέρος» του κόσμου, τη Φιλοθέη της παιδικής ηλικίας όπου τα Σαββατοκύριακα αγόρια και κορίτσια από διαφορετικά σχολεία αρρένων και θηλέων. έπαιζαν μαζί κλέφτες και αστυνόμους στην πλατεία του Δημαρχείου. Για τις μνήμες του πέτρινου πατρικού σπιτιού με την ξύλινη σκάλα, το περιβόλι με τα γέρικα δένδρα. Σε μια συκιά, δεμένη η κούνια, που έφτανε τότε με μαθηματική ακρίβεια σχεδόν ως τον ουρανό. Και ξανά. Και σχεδόν. Μέχρι το τρίξιμο των σχοινιών να γίνει τετέρισμα, θρόισμα, άκρα σιωπή…
Τη ρωτώ για τη σχέση Ζωγραφικής-Γλυπτικής στη δουλειά της, για τις ισορροπίες που αναπτύσσονται. Υπάρχει απόλυτη σχέση, μου απαντά: «δουλεύω με φόρμες, με κενά, με ματιέρες. Και εάν νιώσω ότι μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ζωγραφικής διαδικασίας έχει περαιωθεί, είναι σχεδόν ανακουφιστικό να επιστρέφω στη γλυπτική. Απολαμβάνω το πέρασμα σε άλλη διάσταση, την οργανική. λυτρωτική σχέση του σώματος με τα υλικά».
Αλλά η σύνθετη αυτή σχέση με τα υλικά, είναι παρούσα και στη ζωγραφική της. Ρωτώντας την ξανά. εισπράττω την απάντηση: «Αγαπώ πάρα πολύ το πάντρεμα των διαφορετικών υλικών. Κάθε ένα έχει και μια δική του γλώσσα. Το μέταλλο είναι σκληρό υλικό, λειτουργεί συχνά και σαν καθρέφτης. Η σχέση του πάλι με το χαρτί, δημιουργεί μια διαφορετική κατάσταση. Παρατηρώντας τις σχέσεις μεταξύ υλικών, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ ότι και η ίδια μας η ζωή είναι ένα πάντρεμα συχνά αντιφατικών στοιχείων που τελικά κατορθώνουν να εκφράσουν την πραγματικότητα. Και ασφαλώς, όταν ολοκληρώνεται η ζωγραφική διαδικασία, από τη στιγμή δηλαδή που έχω φτιάξει τη γλώσσα, τα υλικά εξατμίζονται, παύουν να ισχύουν, κι ο αναγνώστης του έργου καλείται να δει μια ολότητα».
Στη συνέχεια της συνομιλίας μας, κυριαρχεί το ζήτημα του χώρου. Στη ζωγραφική της Βορδώνη, ο προσδιοριζόμενος χώρος και οι φιγούρες που κατοικούν εντός του, δεν αποτελούν πάντοτε ξεκάθαρες αυτοτέλειες: οι φιγούρες συχνά αναδύονται μέσα από τη σύνθεση, τη στιγμή που απλώς δεν τις περιμένεις. Στην ερώτηση για το εάν ξεκινά από το χώρο ή από τον άνθρωπο, εισπράττω την αναμενόμενη απάντηση: «Σαφώς από το χώρο. Πλάθω έναν χώρο, όπου δεν υπάρχει καν καμβάς. Με ενδιαφέρει η διαφάνεια του πλεξιγκλάς, η σχέση του με τη ζεστασιά του βελούδινου υφάσματος, το θρόισμα του χαρτιού, η σκληρότητα του μετάλλου. Παντρεύοντας υλικά που το καθένα έχει το δικό του λόγο ύπαρξης και τη δική του ροή, δημιουργείται ένας κόσμος μέσα στον οποίο αυτά όλα συγκλίνουν. Όπου συχνά το ένα υλικό γλιστρά απαλά και αγκαλιάζει το άλλο και άλλοτε αντιπαρατίθενται. Δημιουργούν έτσι έναν χώρο, έναν άλλο καμβά όπου συχνά οι φιγούρες αναδεύονται εκ των έσω και αποφασίζουν οι ίδιες το πού θα προκύψουν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ζητούμενο και στη Γλυπτική, είναι να φτιαχτεί ο χώρος επίσης σαν σύνολο».
Βασικό μέλημα της Βορδώνη στους «Κυνηγούς Ουρανών», ήταν να πραγματοποιήσει ένα έργο που να χαρακτηρίζει τη Φιλοθέη. Τη Φιλοθέη ως φωλιά φτιαγμένη από μυστικούς κήπους, τη Φιλοθέη ως πέρασμα κομβικό από το προάστιο στην πόλη και το αντίστροφο. Κι ένα έργο, που όταν το βλέπεις να είναι ταυτόχρονα πολύ κοντά και πολύ μακριά από το βλέμμα, να έχει μια φαινομενικά μικρή κλίμακα που προσθετικά να γίνεται μεγάλη. Τα 7,5 μέτρα του συνόλου του φαίνονται καθαρά και από τη λεωφόρο, διαβάζονται με ταχύτητα από τους περαστικούς οδηγούς, ψηλαφίζονται εξίσου καλά από κοντινή απόσταση.
Με τη σκέψη στους ανθρώπους της πόλης, να βγαίνουν από το προάστιο, να κινούνται στη μεγάλη λεωφόρο, αναγκαίες σημειώσεις υπήρξαν η σήμανση της κατεύθυνσης, η εμπλοκή στην κίνηση, η επιλογή διαφυγής στο πράσινο. Από τις πρώτες σημειώσεις και η ανάγκη του νερού, η επιθυμία να καθρεφτίζεται το υγρό στοιχείο, να οργανώνει την ενέργεια, να προσδιορίζει την κίνηση, να επιτρέπει τη ρευστότητα.
Σημαντικό και το ζήτημα της επανάληψης, αυτής της κατευναστικής «αίσθησης της τάξης» του Gom- brich, που συχνά ευθύνεται για τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό των μοτίβων: στην επανάληψη του κάθετου στοιχείου, υπάρχει ίσως και μια διάθεση έμμεσης σύνδεσης με τη γλυπτή σύνθεση του Ζογγολόπουλου, που σηματοδοτεί την είσοδο του Ψυχικού… Η Βορδώνη μου το επιβεβαιώνει, μου μετάβαση νερού στο χώρο και σκαλοπάτι για τον ουρανό, κι η κουβέντα μας πετά στα χελιδόνια της επισημαίνει το μπλε λουλακί χρώμα που κατά τόπους διακόπτει τους κάθετους άξονες, ως μεταφορική σύνθεσης.
«Αμέσως μου ήρθαν στο μυαλό τα χελιδόνια, μου εξηγεί: οι οδηγοί που αφήνουν πίσω τους το προάστιο, περνούν πολλή ώρα εγκλωβισμένοι στο φανάρι, κι ήταν επόμενο το γλυπτό να επιζητεί τον παλμό, την ενέργεια». Έτσι εμφανίστηκαν τα χελιδόνια, που υπόσχονται ένα ελεύθερο πέταγμα. μια άνευ όρων μετανάστευση στην ελευθερία. Το υλικό που επιλέχθηκε για αυτά, όπως και για τις ανθρώπινες φιγούρες, το αλουμίνιο, εμπεριέχει λάμψη και ελαφρότητα που για τη Βορδώνη ταυτίζεται με το αισιόδοξο.
Από τη στιγμή που οριοθετήθηκε το προάστιο, προέκυψε και η ανάγκη ένταξης στη σύνθεση του στοιχείου του δένδρου. Τοποθετήθηκε έτσι ένας κορμός από μπρούτζο, υλικό γήινο, ζεστό, βιωμένο. ένα κυλινδρικό γλυπτό στο χρώμα της σκουριάς που αναπαριστά το αιωνόβιο δένδρο που εξακολουθεί να ανθοφορεί και από όπου αναβλύζει νερό. Η επιφάνειά του φέρει γραμμές, εγκοπές. – «πολλοί είναι οι περαστικοί που καθίζουν επάνω του περνώντας το για ξύλο», μου εξηγεί η Βορδώνη.
Κι ύστερα μπήκαν στο έργο τα παιδιά. Είναι ένα σημείο όπου συγκλίνουν οι έξοδοι των σχολείων, τόπος συρροής, μεσημεριανών συνευρέσεων. Από εκεί προκύπτει η ιδέα του νέου ανθρώπου που λουλακί που εξισώνεται με το νέο όπως και το νερό. Ο νεαρός Κυνηγός Ουρανών, ανεβασμένος ισορροπεί εύθραυστα σε μια μπάλα που συμβολίζει τη μοίρα, το πεπρωμένο. Μια μπάλα σε λαμπερό επάνω της, κυνηγά τους στόχους του, εξερευνά την αμφίβολη ποιητική της Λεωφόρου, εύχαρις για τη δυνατότητα, κατηφής για την προοπτική της ευθύνης. Οι αποφάσεις ανήκουν στον ίδιο. Το κορίτσι που κάθεται στο πεζούλι, η περαστική με τη θετική γυναικεία ενέργεια που μπαίνει μέσα στο έργο. πάει κατά έναν τρόπο την απομόνωσή του, επικοινωνεί την παρουσία του στους θεατές: το πεζούλι που καταλαμβάνει, είναι εξάλλου το μόνο μέρος πάνω στο οποίο μπορεί κι ο περαστικός να καθήσει, να χωνευτεί μέσα στο έργο.
Επιχειρώ να φανταστώ το έργο της Βορδώνη στο πέρασμα του χρόνου. Ρωτώ την ίδια για το πώς το φαντάζεται να λειτουργεί στη διάρκειά του. «Θα ήθελα κυρίως να λειτουργεί φιλικά», μου απαντά. «Να βλέπω περαστικούς να σταματούν και να κάθονται, να συνομιλούν με το καθισμένο κορίτσι, να αναζητούν ένα σπάσιμο της ζέστης το καλοκαίρι, να ζήσουν μαζί του. Φεύγοντας θυμάμαι δυο στίχους του Γκαίτε: «Εάν θέλεις να καλπάσεις προς το ατελεύτητο, τότε διέσχισε το εντός ορίων προς κάθε πλευρά του…». Και απομακρύνομαι, αφήνοντας πίσω μου τους «Κυνηγούς Ουρανών» της Εριέττας Βορδώνη, να εξερευνούν τα όρια, να καλπάζουν ευφρόσυνα προς το ατελεύτητο.
ΓΕ Η Gombrich, The Sense of Order. Phaidon Press Limited, 1979
Ίρις Κρητικού Νοέμβριος 2006